- φιλακόλουθος
- -η, -ο / φιλακόλουθος, -ον, ΝΑνεοελλ.αυτός που εκκλησιάζεται τακτικάαρχ.αυτός που είναι έτοιμος να ακολουθήσει («ἐγὼ δ' ἀεί πως φιλακόλουθός εἰμι», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀκόλουθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλακόλουθος — readily following masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλακόλουθον — φιλακόλουθος readily following masc/fem acc sg φιλακόλουθος readily following neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλακόλουθοι — φιλακόλουθος readily following masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek